φραγκοσύνη

φραγκοσύνη
η, Ν
το σύνολο τών Φράγκων, τών κατοίκων τής δυτικής Ευρώπης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Φράγκος + κατάλ. -σύνη* (πρβλ. Ρωμιο-σύνη)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”